- τετηγμένα
- τήκωmeltperf part mp neut nom/voc/acc plτετηγμένᾱ , τήκωmeltperf part mp fem nom/voc/acc dualτετηγμένᾱ , τήκωmeltperf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
νιόβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nb. Ανήκει στην πέμπτη ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 41, ατομικό βάρος 92,91, ένα σταθερό ισότοπο (Nb93) και δέκα ακτινεργά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 89 έως 99. Βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek
ρήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Re· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων· έχει ατομικό αριθμό 75, ατομικό βάρος 186,22· έχει δύο φυσικά ισότοπα, το Re185 σταθερό, το Re187 ραδιενεργό και τέσσερα τεχνητά ισότοπα, τα Re182,… … Dictionary of Greek
κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης … Dictionary of Greek